πτῶμα

πτῶμα
πτῶμα, ατος, τό (πίπτω; Aeschyl.+; LXX; PsSol 3:10 ‘fall’; TestSol 1:7 D; Philo, Joseph.; SibOr 3, 183; 5, 457; loanw. in rabb.; prim.: ‘that which has fallen’) a dead body: animal or human, (dead) body, corpse, esp. of one killed by violence (used w. νεκροῦ or the gen. of a name as early as Trag.; without them in Polyb. 15, 14, 2; Plut., Alex. 684 [33, 8]; Vett. Val. 275, 19; Herodian 7, 9, 7; Jos., Bell. 5, 570, Ant. 7, 16 al.; SIG 700, 17 [118 B.C.]; Kaibel 326, 5; LXX) Mt 14:12; 24:28 (gathering-point for vultures as Cornutus 21 p. 41, 15f); Mk 6:29; 15:45; Rv 11:8f (τὸ πτῶμα αὐτῶν in vss. 8 and 9a, τὰ πτώματα αὐτῶν 9b); GJs 24:3a (pap; s. deStrycker).—Mt 14:12 and Mk 15:45 have as v.l. σῶμα, a more dignified word.—B. 290. DELG s.v. πίπτω C 1. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτῶμα — fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… …   Dictionary of Greek

  • πτώμα — το, ατος 1. το νεκρό σώμα ανθρώπου ή ζώου, αλλ. κουφάρι, ψοφίμι: Το πτώμα βρισκόταν σε αποσύνθεση. 2. για ανθρώπους ζωντανούς, ο πολύ εξαντλημένος, ο κουρασμένος σωματικά ή ψυχικά: Είμαι πτώμα από την κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Птомаины — (Πτώμα труп) представляют ядовитые азотистые продукты распада животных тканей под влиянием действия на них различных микроорганизмов. Этот распад совершается, конечно, особенно деятельно после смерти в трупах, и поэтому под П. разумелись… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην …   Dictionary of Greek

  • падениѥ — ПАДЕНИ|Ѥ (164), ˫А с. 1. Действие по гл. пасти1 в 1 знач.: и въ злоѥ падениѥ падесѧ, и всѧ телесна˫а ѹдеса ѥго раслабиша(с), и недѹгъ толма провлече (πτώματι) ГА XIV1, 130б; не посмѣисѧ паде(н)ю ближнѧго. (πτῶμα) ГБ к. XIV, 80г; Не посмѣхаисѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… …   Dictionary of Greek

  • όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ηριγόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ικάρου ή Ικαρίου, επωνύμου του αττικού δήμου Ικαρίας, κοντά στην Πεντέλη. Ο Ίκαρος είχε φιλοξενήσει τον Διόνυσο και εκείνος του χάρισε τον βότρυ και το κλήμα. Ο Ίκαρος καλλιέργησε το αμπέλι και αφού ετοίμασε… …   Dictionary of Greek

  • Σκλάβος, Ιωάννης — Αγωνιστής, ο οποίος καταγόταν από την Κεφαλονιά. Το πλήρες όνομά του είναι Σ. Ιωάννης Μαρής Νικόλαος. Κατά την έναρξη της Επανάστασης βρισκόταν με την γολέτα του «Άγιος Νικόλαος» στο Καράκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, ταξιδεύοντας προς την Οδησσό.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”